Φιλοκυκλική και Αντικυκλική Πολιτική (Κώστας Βεργόπουλος)* |
![]() |
![]() |
![]() |
ΦΙΛΟΚΥΚΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΥΚΛΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Σύμφωνα με τον πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γεώργιο Προβόπουλο, οι κυβερνήσεις της τελευταίας 5ετίας αγνόησαν τις εισηγήσεις του σχετικά με την περικοπή των δημοσίων δαπανών και βάσισαν την πολιτική απορρόφησης του δημοσιονομικού ελλείμματος αποκλειστικά και μόνον στις φοροεπιδρομές. Ο ίδιος επιμένει να συνιστά στην κυβέρνηση όλο και βαθύτερες περικοπές δαπανών, επικαλούμενος το επιχείρημα ότι οι φοροεπιδρομές αποθαρρύνουν και καταστρέφουν την οικονομική δραστηριότητα. Εν τούτοις, ουδέν ανακριβέστερο των διαπιστώσεών του, τις οποίες παρόλα αυτά πρόθυμα και αβασάνιστα προσυπογράφουν και πλειοδοτούν για αυτές πλείστοι ένθερμοι εκπρόσωποι της κατεξοχήν «φιλελεύθερης» κυβερνητικής πτέρυγας. Δυστυχώς, η πραγματικότητα αποδεικνύεται στην πράξη αντίστροφη και επιβεβαιώνει την πλήρη αποτυχία της ακραιφνώς νεοφιλελεύθερης συνταγής που με φανατική αδιαλλαξία εφαρμόζεται στη χώρα μας κατά την τελευταία 5ετία, 2010-2014, με συνέπεια την οικονομική, κοινωνική και ανθρωπιστική καταστροφή που υπερβαίνει κάθε άλλη παρόμοια επίδοση στον κόσμο και στην ιστορία.
Καταρχήν, παρά τις πρωτοφανούς εκτάσεως φοροεπιδρομές της τελευταίας 5ετίας, τα δημόσια έσοδα δεν αυξήθηκαν, αλλά αντίθετα παρέμειναν στάσιμα και μάλιστα κατέγραψαν ελαφρά μείωση: από 59,2 δις το 2011, όχι μόνο δεν έχουν αυξηθεί το 2014, αλλά μειώθηκαν σε 59 δις κατά το τρέχον έτος. Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι παρά τη θηριώδη εκτίναξη των φορολογικών συντελεστών επί των εισοδημάτων, τα έσοδα συρρικνώνονται αφού πρώτη και κύρια συνέπεια της φορομπηχτικής επιδρομής είναι η επιβράδυνση της οικονομίας, με την πρωτοφανή σωρευτική ύφεση κατά -27% και την εκτίναξη της ανεργίας σε ανάλογο ύψος, ώστε να δικαιολογείται η ανάδειξη της χώρας μας σε «πειραματόζωο» για τις κυοφορούμενες εξελίξεις σε ολόκληρη την Ευρωζώνη. Εάν σήμερα το δημόσιο έλλειμμα εμφανίζεται ισοσκελισμένο και μάλιστα σε πρωτογενές πλεόνασμα, αυτό δεν οφείλεται καθόλου στο ότι αυξήθηκαν τα δημόσια έσοδα, που στην πραγματικότητα έχουν καμφθεί, αλλά κατά βασικό και κύριο λόγο στην πρωτοφανή περικοπή των δημοσίων δαπανών, οι οποίες από 82 δις το 2011, έχουν σήμερα κατέλθει σε 59 δις. Αυτό σημαίνει ότι το δημόσιο «εξοικονόμησε» 23 δις κατ’έτος από το χρήμα που διέθετε κάθε χρόνο για την οικονομία, δηλαδή το κράτος αφαίρεσε από την οικονομία περίπου 90 δισεκατομμύρια ευρώ κατά την τελευταία 4ετια. Το πόσο «αιματηρή» ήταν αυτή η «εξοικονόμηση», φαίνεται από τον αριθμό των σχολείων, νοσοκομείων, περιφερειακών υπηρεσιών και κοινωνικών παροχών, που έχουν είτε κλείσει είτε συρρικνωθεί, με αυτονόητη συνέπεια το κόστος της δημοσιονομικής εξισορρόπησης και του πρωτογενούς πλεονάσματος να επιρρίπτεται στην οικονομία, ειδικότερα στις κοινωνικές υπηρεσίες και συνεπώς στα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα, με τελική συνέπεια να αποτιμάται με τον βαθμό αποδιοργάνωσης της κοινωνίας, αλλά και φυσικά της οικονομίας. Όσο περισσότερο προσχωρούν οι λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις», για τις οποίες συγχαίρετε η χώρα μας και επιχαίρει η κυβέρνηση, τόσο περισσότερο καταποντίζεται η οικονομία και το επίπεδο στοιχειώδους διαβίωσης του εργαζόμενου πληθυσμού, των κοινωνικά αδύναμων και κατεξοχήν των νεανικών πληθυσμών. Στο διάστημα της τελευταίας 5ετιας, η Eurostat επιβεβαιώνει ότι στη χώρα μας μειώθηκαν συνολικά οι ιδιωτικές δαπάνες κατά 30%, ενώ παράλληλα οι δημόσιες περικόπηκαν κατά 35%. Αυτό δείχνει ότι στη γενική περικοπή των δαπανών και της ζήτησης, το χορό σύρουν πρώτες οι δημόσιες δαπάνες, ενώ οι ιδιωτικές υποχρεώνονται να ακλουθούν. Η οικονομική κρίση στη χώρα μας δεν προέρχεται τόσο από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας, αλλά καθοδηγείται εκ των άνω, από το κράτος, το οποίο, αντί να ακλουθεί αντι-κυκλική οικονομική πολιτική με στόχο την προστασία της οικονομίας και της κοινωνίας από την κρίση, πρωτοστατεί σε όλα τα μέτωπα με την επίδειξη φιλοκυκλικής πολιτικής, προωθώντας με κάθε τρόπο την επιδείνωση της κρίσης. Δόγμα της, που δεν κρύβεται, αλλά επιδεικτικά περιφέρεται, παραμένει ό,τι πιο άγριο και αναποτελεσματικό έχει διατυπωθεί από νεοφιλελεύθερης πλευράς: «όσο βαθύτερα βυθιζόμαστε στην κρίση, τόσο ταχύτερα θα βγούμε από αυτήν, η κρίση δεν είναι κατάρα, αλλά ευλογία Θεού, καθόσον επισπεύδει την «εξυγίανση» της οικονομίας». Όσο βαθύτερη είναι η ύφεση, τόσο ταχύτερα και ριζικότερα σβήνουν οι μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας και τόσο περισσότερο εξαναγκάζεται το δημόσιο να εξυγιαίνει τους λογαριασμούς του.
Ωστόσο, με το δόγμα της εξυγίανσης μέσω της γενίκευσης της κρίσης παρασιωπάτε ότι μαζί με τις μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας σβήνουν επίσης και οι υγιείς και ανταγωνιστικές, αφού ως εργαλείο για την επιδείνωση της κρίσης χρησιμοποιείται η περικοπή δημοσίων δαπανών, δηλαδή η πολιτική της ύφεσης. Κατά την τελευταία 4ετια, οι περικοπές δημοσίων δαπανών στη χώρα μας ανήλθαν σε 22,4 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως και σε σχεδόν 90 δισεκατομμύρια σωρευτικά κατά την 4ετια. Αυτό και μόνον σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία έχει βρεθεί στην εντατική αφού το κράτος αποσπά από αυτήν 12,27% του εθνικού εισοδήματος σε ετήσια βάση, με αιτιολογία την ισοσκέλιση των δημοσίων ελλειμμάτων και την πραγματοποίηση του διαβόητου πρωτογενούς πλεονάσματος, που άλλωστε έχει τεθεί ως στόχος από τους δανειστές και την τρόικα. Κατά την αυτή τετραετία, από τα 12,27% του ΑΕΠ που αφαιμάσσονται από το κράτος εις βάρος του ιδιωτικού τομέα, τα 10,32% του ΑΕΠ μεταφέρονται στους δανειστές του εξωτερικού λόγω αποπληρωμής των τόκων και χρεολυσίων του δημόσιου χρέους. Ερωτάται λοιπόν: ποια διατηρησιμότητα μπορεί να έχει η εξυπηρέτηση ενός χρέους που αφαιρεί ετησίως από την οφειλέτρια οικονομία 10,32% των πόρων της; Και ποια βιωσιμότητα να έχει μια οικονομία από την οποία το δημόσιο αφαιρεί ετησίως 12,27% των πόρων της; Κι ακόμη ποια βιωσιμότητα τόσο του χρέους όσο και της οικονομίας μπορεί να εξασφαλίζεται, όταν σύμφωνα με το πρόγραμμα εξυπηρέτησης που διαμορφώθηκε από το PSI του 2012, η υπηρεσία του χρέους και των τόκων προβλέπεται να αυξηθεί σε 20,64% του σημερινού ΑΕΠ από το έτος 2024;
Το κρυφό αντίτιμο της διπλής αφαίμαξης, που αποβαίνει πλέον φανερό και γνωστό τοις πάσι, είναι η όλο και βαθύτερη ύφεση της οικονομίας και η όλο και υψηλότερη εκτίναξη της ανεργίας, ιδίως των νέων, πράγμα που συνεπάγεται όλο και λιγότερες επενδύσεις, αλλά και αύξουσα υπολειτουργία του ήδη εγκατεστημένου παραγωγικού εξοπλισμού. Ήδη ο συντελεστής κεφαλαίου προς προϊόν (capital/output ratio) από 2,8 κατά την προηγηθείσα δεκαετία έχει σήμερα ανέλθει σε πάνω από 4, πράγμα που δηλώνει ότι υπάρχει καταρχήν επιδεινούμενη υπερσυσσώρευση στην ελληνική οικονομία, που όμως αποδίδεται σε τελική ανάλυση στην απότομη και βίαιη περικοπή της ζήτησης και της κατανάλωσης. Όσο περικόπτεται η ζήτηση, τόσο επαυξάνεται η υπολειτουργία του ήδη εγκατεστημένου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Οι δανειστές της χώρας θα είχαν κάθε συμφέρον να υπολειτουργεί η οικονομία του οφειλέτη, ώστε τα χρέη του να αποπληρώνονται χωρίς δυσκολίες. Αντ’αυτού, με την σημερινή συνταγή της λιτότητας και τον στόχο του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος, καταδικάζονται σε διευρυνόμενη υπολειτουργία τόσο οι κεφαλαιακοί εξοπλισμοί της χώρας όσο και το εργασιακό δυναμικό της. Όσοι ενδιαφέρονται για την πραγματική βιωσιμότητα του χρέους, είτε οφειλέτες είτε πιστωτές, γνωρίζουν ότι αυτή προϋποθέτει την εξασφάλιση της βιωσιμότητας της χώρας και ότι η καθήλωση της στο χείλος του γκρεμού και στο τέλμα των πολλαπλών και μακροχρόνιων αφαιμάξεων υπονομεύει αμφότερες. Ακόμη και αν το χρέος θεωρηθεί βιώσιμο με τεχνικούς όρους, από τη στιγμή που η απόλυτη και άνευ όρων προτεραιότητα θα πρέπει να δίδεται στην βιωσιμότητα της χώρας, επιβάλλεται όχι μόνον διαγραφή του μέγιστου μέρους του, όχι μόνον πρόσθετη περίοδος χάριτος και οπωσδήποτε ρήτρα ανάπτυξης για την εξυπηρέτηση στο μέλλον του εναπομένοντος, αλλά επίσης και όχι λιγότερο και πρόσθετο πακέτο οικονομικής ενίσχυσης από τους Ευρωπαίους εταίρους για την σταθεροποίηση και ανάκαμψη, που αποτελούν τις μόνες και απαράκαμπτες προϋποθέσεις για την σταθερότητα της χώρας τόσο στο εσωτερικό όσο και στις διεθνείς σχέσεις και ιδίως στο σημερινό ευρωπαϊκό πλαίσιο της. Το ελληνικό πρόβλημα αποβαίνει έτσι κατά κύριο λόγο άμεσα ευρωπαϊκό πρόβλημα και έχει σχέση με την διατήρηση, συνοχή και λειτουργιά ολόκληρης της νομισματικής περιοχής του ευρώ.
Τελικό συμπέρασμα είναι ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι έχουν κάθε συμφέρον να αντιληφθέν και να ενεργήσουν όχι μόνον ως δανειστές, αλλά και ακόμη περισσότερο ως εταίροι. Υπό τις ισχύουσες συνθήκες, η χώρα μας απειλείται ακόμη και στην απλή επιβίωση της. Οι εταίροι της έχουν συμφέρον, ακόμη και στο όνομα της στοιχειώδους ευρωπαϊκής συνοχής, όχι μόνον να διευκολύνουν την ικανότητα αναχρηματοδότησης και αποπληρωμής του χρέους, αλλά ακόμη περισσότερη την όσο το δυνατόν ταχύτερη και δυναμικότερη ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας της. Αυτό το συμφέρον μόνον αυτοί είναι σε θέση να το αναληφθούν και να το επιδιώξουν και ουδείς άλλος στη θέση τους.
*Ο Κώστας Βεργόπουλος, είναι Καθηγητής Πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII.
|
< Προηγ. | Επόμ. > |
---|
Τελευταία Νέα
- ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΝΕΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΩΝ
- ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΕΛΕΧΩΣΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΤΟ Ν. ΛΑΣΙΘΙΟΥ
- ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ: ΓΡΑΠΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΟΕΕ/ΤΑΚ ΓΙΑ ΚΥΡΩΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ ΟΛΗ
- ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ:ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ 2023
- ΥΠΟΜΝΗΜΑ OEE/TAK Επί του Προγράμματος «ΚΡΗΤΗ» 2021-2027 3Η ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ